Epigram 2.1.b

URN
Created on
By
Updated on

Descriptions

Texts

ἦν μὲν Ἀναξιμένης νοερὸς σοφός: ἐν δὲ μενοινῇ
δαιμονίης ἐλέλιζε νοήματα ποικίλα βουλῆς.
Θεστορίδης δ᾽ ἄρα μάντις ἐύσκοπος ἵστατο Κάλχας,
οἷά τε θεσπίζων, ἐδόκει δέ τε θέσφατα κεύθειν,
ἢ στρατὸν οἰκτείρων Ἑλλήνιον, ἢ ἔτι θυμῷ
δειμαίνων βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης.
Δέρκεό μοι σκύμνον πτολιπόρθιον Αἰακιδάων,
Πύρρον Ἀχιλλείδην, ὅσον ἤθελε χερσὶν ἑλίσσειν
τεύχεα χαλκήεντα, τὰ μὴ οἱ ὤπασε τέχνη:
γυμνὸν γάρ μιν ἔτευξεν ὁ δ᾽ ὑψόσε φαίνετο λεύσσων,
οἷά περ ἠνεμόεσσαν ἐς Ἴλιον ὄμμα τιταίνων.
ἧστο δ᾽ Ἀμυμώνη ῥοδοδάκτυλος: εἰσοπίσω μὲν
βόστρυχον ἀκρήδεμνον ἑῆς συνέεργεν ἐθείρης:
γυμνὸν δ᾽ εἶχε μέτωπον ἀναστέλλουσα δ᾽ ὀπωπὰς
εἰνάλιον σκοπίαζε μελαγχαίτην παρακοίτην.
ἐγγύθι δ᾽ εὐρύστερνος ἐφαίνετο Κυανοχαίτης
γυμνὸς ἐών, πλόκαμον δὲ καθειμένον εἶχεν ἐθείρης, καὶ διερὸν δελφῖνα προΐσχετο, χειρὶ κομίζων
δῶρα πολυζήλοιο γάμων μνηστήρια κούρης.
Πιερικὴ δὲ μέλισσα λιγύθροος ἕζετο Σαπφὼ
Λεσβιάς, ἠρεμέουσα: μέλος δ᾽ εὔϋμνον ὑφαίνειν
σιγαλέαις δοκέεσκεν ἀναψαμένη φρένα Μούσαις.
Φοῖβος δ᾽ εἱστήκει τριποδηλάλος: ἦν δ᾽ ἄρα χαίτης
εἰσοπίσω σφίγξας ἄδετον πλόκον ἀλλ᾽ ἐνὶ χαλκῷ
γυμνὸς ἔην, ὅτι πᾶσιν ἀνειρομένοισιν Ἀπόλλων
γυμνῶσαι δεδάηκεν ἀληθέα δήνεα Μοίρης,
ἢ ὅτι πᾶσιν ὁμῶς ἀναφαίνεται: ἠέλιος γὰρ
Φοῖβος ἄναξ, καθαρὴν δὲ φέρει τηλέσκοπον αἴγλην.
ἄγχι δὲ Κύπρις ἔλαμπεν ἔλειβε δὲ νώροπι χαλκῷ
ἀγλαΐης ῥαθάμιγγας: ἀπὸ στέρνοιο δὲ γυμνὴ
φαίνετο μέν, φᾶρος δὲ συνήγαγεν ἄντυγι μηρῶν,
χρυσείῃ πλοκαμῖδας ὑποσφίγξασα καλύπτρῃ.
Κλεινιάδην δὲ τέθηπα, περιστίλβοντα νοήσας
ἀγλαΐῃ χαλκῷ γὰρ ἀνέπλεκε κάλλεος αὐγὴν,
τοῖος ἐὼν, οἷός περ ἐν Ἀτθίδι, μητέρι μύθων,
ἀνδράσι Κεκροπίδῃσι πολύφρονα μῆτιν ἐγείρων.

— Paton edition

C’era Anassimene saggio intelligente, nella meditazione faceva vibrare molteplici pensieri della volontà divina. Calcante, figlio di Testore, indovino infallibile, si ergeva mentre prediceva quanto possibile: sembrava che nascondesse le predizioni divine o perché
aveva compassione dell’esercito greco, o perché temeva
nell’animo il re della ricchissima Micene.
Vedo davanti ai miei occhi Pirro d’Achille, il cucciolo degli Eacidi distruttore di città il quale voleva far volteggiare con la mano le armi bronzee che non gli erano state concesse dall’arte: infatti lo rese nudo; egli guardava chiaramente verso l’alto come se volgesse lo sguardo a Troia ventosa.
Amimone dalle rosee dite stava seduta , avvolgeva i capelli della chioma verso dietro, senza veli,aveva la fronte
scoperta ; alzando lo sguardo guardava avidamente
lo sposo nel mare dalla nera chioma.
Vicino si trovava il dio dalla capigliatura scura,dal vasto
petto ,essendo nudo , aveva una chioma di ricci fluenti.
Un delfino bagnato porgeva, tendendo la mano, i doni di nozze della donna contesa dai pretendenti.
L’ape della Pieria, dalla voce armoniosa era seduta,Saffo di Lesbo, tranquilla, sembrava ordire un canto dai bei suoni alle muse silenti avvinghiata al cuore.
Vedendo meravigliato il figlio di Clinìa, splendidamente fulgente; infatti fondeva la luce di bellezza con il bronzo, tale quale era ad Atene, madre dei pensieri, ordendo un piano ingegnoso agli uomini figli di Cecrope

Authors

Cities

Keywords

Scholia

Comments

Alignments

ἦν μὲν Ἀναξιμένης νοερὸς σοφός : ἐν δὲ μενοινῇ
δαιμονίης ἐλέλιζε νοήματα ποικίλα βουλῆς .
Θεστορίδης δ ἄρα μάντις ἐύσκοπος ἵστατο Κάλχας ,
οἷά τε θεσπίζων , ἐδόκει δέ τε θέσφατα κεύθειν ,
στρατὸν οἰκτείρων Ἑλλήνιον , ἔτι θυμῷ
δειμαίνων βασιλῆα πολυχρύσοιο Μυκήνης .
Δέρκεό μοι σκύμνον πτολιπόρθιον Αἰακιδάων ,
Πύρρον Ἀχιλλείδην , ὅσον ἤθελε χερσὶν ἑλίσσειν
τεύχεα χαλκήεντα , τὰ μὴ οἱ ὤπασε τέχνη :
γυμνὸν γάρ μιν ἔτευξεν δ ὑψόσε φαίνετο λεύσσων ,
οἷά περ ἠνεμόεσσαν ἐς Ἴλιον ὄμμα τιταίνων .
ἧστο δ Ἀμυμώνη ῥοδοδάκτυλος : εἰσοπίσω μὲν
βόστρυχον ἀκρήδεμνον ἑῆς συνέεργεν ἐθείρης :
γυμνὸν δ εἶχε μέτωπον ἀναστέλλουσα δ ὀπωπὰς
εἰνάλιον σκοπίαζε μελαγχαίτην παρακοίτην .
ἐγγύθι δ εὐρύστερνος ἐφαίνετο Κυανοχαίτης
γυμνὸς ἐών , πλόκαμον δὲ καθειμένον εἶχεν ἐθείρης , καὶ διερὸν δελφῖνα προΐσχετο , χειρὶ κομίζων
δῶρα πολυζήλοιο γάμων μνηστήρια κούρης .
Πιερικὴ δὲ μέλισσα λιγύθροος ἕζετο Σαπφὼ
Λεσβιάς , ἠρεμέουσα : μέλος δ εὔϋμνον ὑφαίνειν
σιγαλέαις δοκέεσκεν ἀναψαμένη φρένα Μούσαις .
Φοῖβος δ εἱστήκει τριποδηλάλος : ἦν δ ἄρα χαίτης
εἰσοπίσω σφίγξας ἄδετον πλόκον ἀλλ ἐνὶ χαλκῷ
γυμνὸς ἔην , ὅτι πᾶσιν ἀνειρομένοισιν Ἀπόλλων
γυμνῶσαι δεδάηκεν ἀληθέα δήνεα Μοίρης ,
ὅτι πᾶσιν ὁμῶς ἀναφαίνεται : ἠέλιος γὰρ
Φοῖβος ἄναξ , καθαρὴν δὲ φέρει τηλέσκοπον αἴγλην .
ἄγχι δὲ Κύπρις ἔλαμπεν ἔλειβε δὲ νώροπι χαλκῷ
ἀγλαΐης ῥαθάμιγγας : ἀπὸ στέρνοιο δὲ γυμνὴ
φαίνετο μέν , φᾶρος δὲ συνήγαγεν ἄντυγι μηρῶν ,
χρυσείῃ πλοκαμῖδας ὑποσφίγξασα καλύπτρῃ .
Κλεινιάδην δὲ τέθηπα , περιστίλβοντα νοήσας
ἀγλαΐῃ χαλκῷ γὰρ ἀνέπλεκε κάλλεος αὐγὴν ,
τοῖος ἐὼν , οἷός περ ἐν Ἀτθίδι , μητέρι μύθων ,
ἀνδράσι Κεκροπίδῃσι πολύφρονα μῆτιν ἐγείρων .

C era Anassimene saggio intelligente , nella meditazione faceva vibrare molteplici pensieri della volontà divina . Calcante , figlio di Testore , indovino infallibile , si ergeva mentre prediceva quanto possibile : sembrava che nascondesse le predizioni divine o perché
aveva compassione dell esercito greco , o perché temeva
nell animo il re della ricchissima Micene .
Vedo davanti ai miei occhi Pirro d Achille , il cucciolo degli Eacidi distruttore di città il quale voleva far volteggiare con la mano le armi bronzee che non gli erano state concesse dall arte : infatti lo rese nudo ; egli guardava chiaramente verso l alto come se volgesse lo sguardo a Troia ventosa .
Amimone dalle rosee dite stava seduta , avvolgeva i capelli della chioma verso dietro , senza veli , aveva la fronte
scoperta ; alzando lo sguardo guardava avidamente
lo sposo nel mare dalla nera chioma .
Vicino si trovava il dio dalla capigliatura scura , dal vasto
petto , essendo nudo , aveva una chioma di ricci fluenti .
Un delfino bagnato porgeva , tendendo la mano , i doni di nozze della donna contesa dai pretendenti .
L ape della Pieria , dalla voce armoniosa era seduta , Saffo di Lesbo , tranquilla , sembrava ordire un canto dai bei suoni alle muse silenti avvinghiata al cuore .
Vedendo meravigliato il figlio di Clinìa , splendidamente fulgente ; infatti fondeva la luce di bellezza con il bronzo , tale quale era ad Atene , madre dei pensieri , ordendo un piano ingegnoso agli uomini figli di Cecrope

Internal references

External references

Media

Last modifications

Epigram 2.1.b: First revision

See all modifications →